- εγωμανής
- -έςο υπερβολικά εγωιστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγωμανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, εγωπαθής, υπερβολικά εγωιστής, εγωλάτρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
εγωπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο προσηλωμένος στον εαυτό του με πάθος, ο υπερβολικά εγωιστής, εγωμανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίλαυτος — η, ο αυτός που έχει φιλαυτία (βλ. λ.), που αγαπάει υπερβολικά τον εαυτό του, εγωκεντρικός, εγωλάτρης, εγωπαθής, εγωμανής, εγωιστής: Οι φίλαυτοι άνθρωποι δε γίνονται φιλάνθρωποι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)